εξαγωγικός

εξαγωγικός
-ή, -ό (Α ἐξαγωγικός, -ή, -όν) [εξάγω]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εξαγωγή («εξαγωγικοί δασμοί», «εξαγωγικό εμπόριο»)
νεοελλ.
ο χρήσιμος για εξαγωγή («εξαγωγικά μηχανήματα»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εξαγωγικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην εξαγωγή προϊόντων ή εμπορευμάτων: Εξαγωγικός δασμός. 2. που χρησιμοποιείται για εξαγωγή: Εξαγωγικός σωλήνας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐξαγωγικά — ἐξαγωγικός of neut nom/voc/acc pl ἐξαγωγικά̱ , ἐξαγωγικός of fem nom/voc/acc dual ἐξαγωγικά̱ , ἐξαγωγικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δασμολόγιο — το 1. επίσημο πίνακας ή κατάλογος στον οποίο αναγράφονται κατά κατηγορίες ή αλφαβητικά τα διάφορα εμπορεύματα και ο εισαγωγικός ή εξαγωγικός δασμός με τον οποίο επιβαρύνονται 2. το σύστημα δασμολόγησης ή «προστατευτικό δασμολόγιο» αυτό που… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”